προστατίτιδα

προστατίτιδα
η, Ν
ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τού προστάτη η οποία μπορεί να οφείλεται σε λοίμωξη τού ουροποιογεννητικού συστήματος από κοινά μικρόβια ή από γονόκοκκο και να έχει μερικές φορές ως αφετηρία ένα αδένωμα τού προστάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prostatitis < προστάτης + κατάλ. -ίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. προστατῖτις, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …   Dictionary of Greek

  • περιπροστατίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού γύρω από τον προστάτη ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. periprostatite (< περι * + προστατίτιδα*)] …   Dictionary of Greek

  • προστατόρροια — η, Ν ιατρ. η εκροή από την ουρήθρα βλεννώδους υγρού προστατικής προελεύσεως, η οποία παρατηρείται στη χρόνια προστατίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prostatorrhea < προστάτης + ῥοῖα «ροή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”